Μέτρηση μήκους: μικρό παράθυρο στην ιστορία

Η μέτρηση μήκους στο παρελθόν…
Πώς μετρούσαν το μήκος στον αρχαίο κόσμο;
Για την μέτρηση του μήκους οι Αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το στάδιο, το οποίο είναι ίσο με 185,15 m περίπου. Το στάδιο είχε βασική μονάδα μέτρησης το «πόδι του Ηρακλή» και αντιστοιχούσε σε 600 τέτοια πόδια.
Ο παρασάγγης ήταν μονάδα μέτρησης μήκους των αρχαίων Περσών. Ισοδυναμούσε με 30 στάδια δηλαδή περίπου 5.250 σημερινά μέτρα, όσα διατρέχει ένας πεζός βαδίζοντας κανονικά, σε διάστημα μιας ώρας. Η έκφραση «απέχει παρασάγγας» σημαίνει «απέχει πάρα πολύ».
Άλλες μονάδες που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν είναι:
❀ Το πόδι (που χρησιμοποιείται ακόμη στο αγγλικό σύστημα).
❀ Η οργιά (οργυιά) που είναι ίση με το άνοιγμα των χεριών ενός ενήλικα και αντιστοιχεί σε 6 πόδια.
❀ Η γιάρδα (που είναι ίση με μισή οργιά).

Ο πους, μονάδα μέτρησης μήκους κατά την αρχαιότητα
Φαίνεται ότι, γύρω στο 650 π.Χ., οι Έλληνες «δανείστηκαν» την αιγυπτιακή μονάδα μέτρησης μήκους, τον βασιλικό ή ιερό ή μεγάλο πήχυ (coudée) των 52,39 εκατοστών. Τον διαίρεσαν σε δύο άνισα μέρη σύμφωνα με τις αναλογίες της χρυσής τομής: 52,39 × 0,618 = 32,38 και 20 εκ. Το μικρότερο μέγεθος (20 εκ.), ίσο με μια ανοιχτή παλάμη, πολλαπλασιαζόμενο επί 7, χρησιμοποιήθηκε ως μονάδα μέτρησης για τα γλυπτά με ύψος κατώτερο του φυσικού. Σε αυτή την περίπτωση, τα 20 εκ. συμπίπτουν με το μήκος του ποδιού του γλυπτού.
Αντίθετα, αν χρησιμοποιηθεί το μεγαλύτερο μέγεθος (32,38 εκ.) και πολλαπλασιαστεί επί 7, προσδίδει στο γλυπτό υπερφυσικό μέγεθος και ισοδυναμεί πάλι με το μήκος του ποδιού του υπερφυσικού αγάλματος. Το γεγονός ότι αυτή η μονάδα μέτρησης ονομάστηκε «πους» οφείλεται στη γλυπτική και δεν έχει άμεση σχέση με το φυσικό μέγεθος του ανθρώπινου ποδιού.
Οι πιο γνωστοί πόδες της αρχαιότητας είναι:
❀ Ο πους της Ηράκλειας στην Κάτω Ιταλία,
❀ ο πους του κούρου της Τενέας,
❀ ο Αιγινήτειος πους,
❀ ο Σολώνιος αττικός πους,
❀ ο ιωνικός πους και
❀ ο ολυμπιακός πους,
❀ ο πους του κούρου της Νεμέας που ονομάστηκε modulor (χρυσή μονάδα) και ισοδυναμεί με 0,216 μέτρα. Προσέδιδε στα αγάλματα φυσικό μέγεθος.