Από τη Γη στη Σελήνη: Το χρονικό ενός μεγάλου ταξιδιού

Από τη Γη στη Σελή­νη: Το χρο­νι­κό ενός μεγά­λου ταξι­διού

Φωτογραφία της γης από τη σελήνη

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΣΕΛΗΝΙΑΚΗ ΤΡΟΧΙΑ: ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ 8

Στις αρχές του 1960 οι μηχα­νι­κοί γνώ­ρι­ζαν και ήδη μελε­τού­σαν τα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα και τα μειο­νε­κτή­μα­τα δύο δια­κρι­τών προ­σεγ­γί­σε­ων: την «Μέθο­δο Άμε­σης Ανό­δου» και την «Συνά­ντη­ση σε Τρο­χιά Γύρω από τη Γη». Την ίδια περί­που περί­ο­δο στο Ερευ­νη­τι­κό Κέντρο Langley εργα­ζό­ταν και ο John Houbolt, ένας ευφυ­ής μηχα­νι­κός, ο οποί­ος ήδη από το 1959 θεω­ρού­σε ότι οι δύο αυτές προ­σεγ­γί­σεις ήταν κατα­δι­κα­σμέ­νες σε απο­τυ­χία. 

Ο Houbolt υπο­στή­ρι­ζε με θέρ­μη μια άλλη ιδέα, η οποία δεν βασι­ζό­ταν στην προσ­σε­λή­νω­ση της κύριας μητρι­κής δια­στη­μο­συ­σκευ­ής στη Σελή­νη, ούτε όμως και στην απο­στο­λή δύο δια­στη­μο­συ­σκευών, οι οποί­ες θα συν­δέ­ο­νταν σε τρο­χιά γύρω από τη Γη. Προ­ω­θού­σε μια και­νο­τό­μο ιδέα που οι περισ­σό­τε­ροι σύγ­χρο­νοί του μηχα­νι­κοί αμφι­σβη­τού­σαν ευθέ­ως. Σύμ­φω­να με αυτήν, για να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί η επαν­δρω­μέ­νη απο­στο­λή στη Σελή­νη δεν χρεια­ζό­ταν τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο από έναν μόνο πύραυ­λο τριών ορό­φων, ο οποί­ος θα εκτό­ξευε στο Διά­στη­μα μία μόνο, αλλά «τρι­πλή» δια­στη­μο­συ­σκευή, απο­τε­λού­με­νη από το θαλα­μί­σκο δια­κυ­βέρ­νη­σης, το θαλα­μί­σκο υπο­στή­ρι­ξης με τα καύ­σι­μα, το σύστη­μα ελέγ­χου ύψους και το κύριο σύστη­μα προ­ώ­θη­σης, και ένα μικρό απο­σπώ­με­νο θαλα­μί­σκο προσ­σε­λή­νω­σης ή σελη­νά­κα­το. 

Η «Συνά­ντη­ση σε Σελη­νια­κή Τρο­χιά», όπως ονο­μά­στη­κε, θα χρη­σι­μο­ποιού­σε τους δύο πρώ­τους ορό­φους του πυραύ­λου για να μετα­φέ­ρει ολό­κλη­ρη τη δια­στη­μο­συ­σκευή σε τρο­χιά γύρω από τη Γη, ενώ ο τρί­τος όρο­φος του πυραύ­λου θα της έδι­νε την απα­ραί­τη­τη ώθη­ση για να τη «σπρώ­ξει» στην πορεία της προς τη Σελή­νη, όπου και θα εισερ­χό­ταν σε τρο­χιά. Εκεί, τα δύο από τα τρία μέλη του πλη­ρώ­μα­τος θα επι­βι­βά­ζο­νταν στον απο­σπώ­με­νο θαλα­μί­σκο προσ­σε­λή­νω­σης, θα απο­συν­δέ­ο­νταν από την κύρια δια­στη­μο­συ­σκευή, η οποία θα παρέ­με­νε σε τρο­χιά γύρω από τη Σελή­νη, και θα προ­σε­δα­φί­ζο­νταν σε μια προ­ε­πι­λεγ­μέ­νη τοπο­θε­σία στην επι­φά­νειά της. Με το πέρας της απο­στο­λής, το πάνω μέρος του θαλα­μί­σκου προσ­σε­λή­νω­σης, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τη δική του ανε­ξάρ­τη­τη μηχα­νή ανό­δου, θα εκτο­ξευό­ταν προς τον θαλα­μί­σκο δια­κυ­βέρ­νη­σης, μετα­φέ­ρο­ντας τους αστρο­ναύ­τες πίσω στην κύρια δια­στη­μο­συ­σκευή και αφή­νο­ντας παράλ­λη­λα το σκά­φος προσ­σε­λή­νω­σης και το επι­πλέ­ον βάρος του στο Διά­στη­μα. 

Αρχι­κά οι περισ­σό­τε­ροι θεώ­ρη­σαν την ιδέα αυτή παρά­λο­γη. Για τα επό­με­να δύο χρό­νια ο Houbolt συνέ­χι­σε ακού­ρα­στα να προ­ω­θεί την ιδέα του, απευ­θυ­νό­με­νος σε «ώτα μη ακουό­ντων». Παρό­λο που ο χρο­νι­κός ορί­ζο­ντας υλο­ποί­η­σης της απο­στο­λής είχε ήδη τεθεί από τα πλέ­ον επί­ση­μα χεί­λη, η NASA συνέ­χι­ζε να κωλυ­σιερ­γεί καθώς οι μηχα­νι­κοί της αδυ­να­τού­σαν να συμ­φω­νή­σουν στον πλέ­ον ενδε­δειγ­μέ­νο τρό­πο ανό­δου. Χρειά­στη­κε να περά­σουν δύο ολό­κλη­ρα χρό­νια συνε­χών συζη­τή­σε­ων και δια­φω­νιών για να ξανα­πά­ρει ο Houbolt τη κατά­στα­ση στα χέρια του. 

Παρα­κάμ­πτο­ντας την ιεραρ­χία ο Houbolt έστει­λε το Νοέμ­βριο του 1961 απευ­θεί­ας επι­στο­λή στον Robert Seamans, τον Ανα­πλη­ρω­τή Διοι­κη­τή της NASA. Ο Seamans, αν κι αρχι­κά εκνευ­ρί­στη­κε από την επι­στο­λή του επί­μο­νου Houbolt, ανέ­θε­σε εντέ­λει την διε­ξο­δι­κή ανά­λυ­ση της μεθό­δου του Houbolt σε μια επι­στη­μο­νι­κή ομά­δα, η οποία δύο περί­που εβδο­μά­δες αργό­τε­ρα του απά­ντη­σε: «όσο περισ­σό­τε­ρο το σκε­φτό­μα­στε τόσο πιο πολύ μας αρέ­σει». 

Στους μήνες που ακο­λού­θη­σαν το outsider μετα­τρά­πη­κε στη βασι­κή επι­λο­γή, έχο­ντας επι­πλέ­ον εξα­σφα­λί­σει και την υπο­στή­ρι­ξη δύο πολύ­τι­μων συμ­μά­χων: της ομά­δας του von Braun και της Ομά­δας Δια­στη­μι­κών Ερευ­νών. Έτσι, τον Ιού­λιο του 1962 η NASA ανα­κοι­νώ­νει και επί­ση­μα πλέ­ον ότι οι μελ­λο­ντι­κές επαν­δρω­μέ­νες απο­στο­λές προς την Σελή­νη, το Πρό­γραμ­μα Apollo όπως ονο­μά­στη­κε, θα πραγ­μα­το­ποι­η­θούν με την μέθο­δο του Houbolt. 

Σήμε­ρα γνω­ρί­ζου­με βέβαια ότι η προ­σέγ­γι­ση αυτή είχε αρκε­τά πλε­ο­νε­κτή­μα­τα σε σχέ­ση με τις δύο άλλες μεθό­δους που προ­α­να­φέρ­θη­καν. Καταρ­χήν απαι­τού­σε λιγό­τε­ρα καύ­σι­μα και η απα­ραί­τη­τη τεχνο­λο­γία ήταν λίγο-πολύ γνω­στή. Δεν χρεια­ζό­ταν γιγά­ντιος πύραυ­λος τύπου NOVA και απαι­τού­σε ένα μόνο πύραυ­λο τη στιγ­μή που η άλλη προ­σέγ­γι­ση απαι­τού­σε δύο. Επι­πλέ­ον, δεν ήταν απα­ραί­τη­το να προσ­σε­λη­νω­θεί ολό­κλη­ρη η δια­στη­μο­συ­σκευή στη Σελή­νη, παρά μόνο το μικρό απο­σπώ­με­νο τμή­μα της. Το 1962 βέβαια όλα αυτά ήταν θεω­ρί­ες και ο φόβος ότι μια απο­τυ­χία θα οδη­γού­σε αμε­ρι­κα­νούς αστρο­ναύ­τες να περι­φέ­ρο­νται στο Διά­στη­μα σε μια δια­στη­μο­συ­σκευή-φέρε­τρο ήταν πραγ­μα­τι­κός. 

Με το πέρας των απο­στο­λών Mercury το 1963, το Πρό­γραμ­μα Apollo ήταν ακό­μα στο στά­διο του σχε­δια­σμού και πολ­λά ουσια­στι­κά ερω­τη­μα­τι­κά, η απά­ντη­ση των οποί­ων θα έκρι­νε και τη δια­φο­ρά μετα­ξύ επι­τυ­χί­ας και απο­τυ­χί­ας συνέ­χι­ζαν να παρα­μέ­νουν ανα­πά­ντη­τα. Αυτό που χρεια­ζό­ταν στην πρά­ξη ήταν μια νέας γενιάς δια­στη­μο­συ­σκευή, η οποία θα επέ­τρε­πε στον αστρο­ναύ­τη να έχει πλή­ρη έλεγ­χο της πλο­ή­γη­σης του απο­σπώ­με­νου θαλα­μί­σκου προσ­σε­λή­νω­σης, τόσο κατά την δια­δι­κα­σία προ­σε­δά­φι­σής του στην επι­φά­νεια της Σελή­νης όσο και κατά την δια­δι­κα­σία επα­να­σύν­δε­σής του με τo θαλα­μί­σκο δια­κυ­βέρ­νη­σης, ενώ οι δύο δια­στη­μο­συ­σκευ­ές κινού­νταν με πολύ μεγά­λες ταχύ­τη­τες και το παρα­μι­κρό σφάλ­μα θα μπο­ρού­σε να απο­βεί μοι­ραίο. 

Ήταν όμως δυνα­τόν οι δύο δια­στη­μο­συ­σκευ­ές να προ­σεγ­γί­σουν με ασφά­λεια η μία την άλλη και να επα­να­συν­δε­θούν μετα­ξύ τους ταξι­δεύ­ο­ντας με ταχύ­τη­τες που φτά­νουν τα 28.000 χιλιό­με­τρα την ώρα; Ήταν δυνα­τό οι αστρο­ναύ­τες να βγουν από τη σχε­τι­κή ασφά­λεια που προ­σέ­φε­ρε το δια­στη­μό­πλοιό τους και να εργα­στούν σε συν­θή­κες μειω­μέ­νης βαρύ­τη­τας μη έχο­ντας τίπο­τα άλλο για προ­στα­σία εκτός από τις δια­στη­μι­κές τους στο­λές; Μπο­ρού­σε ο ανθρώ­πι­νος οργα­νι­σμός να επι­βιώ­σει κατά τη διάρ­κεια ενός δια­στη­μι­κού ταξι­διού στο φεγ­γά­ρι; Και αν ναι, ποιες θα ήταν οι επι­πτώ­σεις της παρα­τε­τα­μέ­νης παρα­μο­νής του ανθρώ­που σε συν­θή­κες έλλει­ψης βαρύ­τη­τας; Χαμέ­νο κάπου ανά­με­σα στις πρω­το­πό­ρες απο­στο­λές Mercury και στον θρί­αμ­βο των απο­στο­λών Apollo, το δια­στη­μι­κό πρό­γραμ­μα Gemini σχε­διά­στη­κε προ­κει­μέ­νου να δώσει απα­ντή­σεις στα ερω­τή­μα­τα αυτά.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *